I. außerehelich [ˈaʊsɐˈʔeːəlɪç] ΕΠΊΘ
- außerehelich Beziehung, Geschlechtsverkehr
-
- außerehelich Kind
-
II. außerehelich [ˈaʊsɐˈʔeːəlɪç] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.