Wissenschaft <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Wissenschaft (Fachgebiet):
-
- science θηλ
2. Wissenschaft χωρίς πλ οικ (Gesamtheit der Wissenschaftler):
-
- science θηλ
-
- scientifiques αρσ πλ
I. wissenschaftlich ΕΠΊΘ
Wissenschaftler(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Wissenschaftler(in)
- scientifique αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.