PasspflichtΜΟ ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
1. Passpflicht (Pflicht, einen Pass zu besitzen):
- Passpflicht
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.