Abiturient(in) <-en, -en> [abituˈriɛnt] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Abiturient(in)
-
nichtleitendπαλαιότ
nichtleitend → leitend 2
leitend ΕΠΊΘ
2. leitend (leitfähig):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- Newsgroup
- Newsletter
- Nexus
- NGO
- Niagarafälle
- Nichtabiturienten
- Nichtabnahme
- Nichtachtung
- nichtamtlich
- Nichtanerkennung
- Nichtangriffspakt