Komposita
Komposita → Kompositum
Kompositum <-s, Komposita> [kɔmˈpoːzitʊm, Plː kɔmˈpoːzita] ΟΥΣ ουδ ΓΛΩΣΣ
Kompositum <-s, Komposita> [kɔmˈpoːzitʊm, Plː kɔmˈpoːzita] ΟΥΣ ουδ ΓΛΩΣΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.