hilfsweise ΕΠΊΡΡ (ersatzweise)
I. geistlich [ˈgaɪstlɪç] ΕΠΊΘ
Geistliche(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ
-
- ecclésiastique αρσ θηλ
Hilfsgüter ΟΥΣ Pl
Hilfsrichter(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Hilfsrichter(in)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.