Fleischspieß ΟΥΣ αρσ
fleischarm ΕΠΊΘ
I. fleischlos ΕΠΊΘ
- fleischlos Ernährung, Kost
-
Fleischerei <-, -en> [flaɪʃəˈraɪ] ΟΥΣ θηλ
-
- boucherie θηλ
fleischverarbeitend ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.