Bürgerliche(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ
bürgerlich ΕΠΊΘ
1. bürgerlich προσδιορ:
- bürgerlich Recht
-
2. bürgerlich (dem Bürgertum entsprechend):
bürgerlich-rechtlich ΕΠΊΘ ΝΟΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.