στο λεξικό PONS
 
 I. ve·ge·ta·tiv [vegetaˈti:f] ΕΠΊΘ
1. vegetativ ΙΑΤΡ (nicht vom Willen gesteuert):
-  vegetatives Nervensystem
 -  
 
2. vegetativ ΒΙΟΛ (ungeschlechtlich):
II. ve·ge·ta·tiv [vegetaˈti:f] ΕΠΊΡΡ
1. vegetativ ΙΑΤΡ (durch das vegetative Nervensystem):
2. vegetativ ΒΙΟΛ (ungeschlechtlich):
 
 Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-  
 -  vegetatives Nervensystem
 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- vegetatives Nervensystem
 
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Veda
 - vedisch wedisch
 - V-Effekt
 - Vega
 - vegan
 - vegetatives
 - vegetieren
 - Vegi
 - vehement
 - Vehemenz
 - Vehikel