spöt·tisch [ˈʃpœtɪʃ] ΕΠΊΘ
- spöttisch
-
-
- spöttisch
-
- spöttisch
-
- spöttisch
- scornfully laugh
- spöttisch
-
- spöttisch
-
- spöttisch
-
- spöttisch
- facetiously μειωτ
- spöttisch μειωτ
-
- spöttisch
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.