I. me·tho·disch [meˈto:dɪʃ] ΕΠΊΘ
1. methodisch (nach bestimmten Methoden erfolgend):
2. methodisch (in einer Methode begründet):
II. me·tho·disch [meˈto:dɪʃ] ΕΠΊΡΡ
 
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.