II. höh·nisch [ˈhø:nɪʃ] ΕΠΊΡΡ
- höhnisch triumphieren
-
-
- höhnisch
-
- höhnisch
-
- höhnisch
-
- höhnisch
-
- höhnisch
-
- höhnisch
-
- höhnisch
-
- höhnisch
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.