στο λεξικό PONS
drei·stu·fig ΕΠΊΘ
1. dreistufig Leiter, Treppe:
2. dreistufig Abschnitt:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
dreistufige Fondsstrategie phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- dreistufige Fondsstrategie
-
-
- dreistufige Fondsstrategie θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.