I. chau·vi·nis·tisch [ʃoviˈnɪstɪʃ] ΕΠΊΘ μειωτ
1. chauvinistisch ΠΟΛΙΤ:
- chauvinistisch
-
2. chauvinistisch (männlich chauvinistisch):
- chauvinistisch
- chauvinistic μειωτ
II. chau·vi·nis·tisch [ʃoviˈnɪstɪʃ] ΕΠΊΡΡ μειωτ
- chauvinistisch
- chauvinistically μειωτ
-
- chauvinistisch μειωτ
-
- chauvinistisch μειωτ
-
- chauvinistisch μειωτ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Chatroom
- chatten
- Chaudfroid
- Chauffeur
- Chauffeuse
- chauvinistisch
- Chayote
- checken
- Check-in
- Check-in-Automat
- Checkliste