breit|wal·zen ΡΉΜΑ μεταβ οικ
breitwalzen → breittreten
breit|tre·ten ΡΉΜΑ μεταβ ανώμ οικ
1. breittreten (zu ausgiebig erörtern):
- etw breittreten
-
- etw breittreten
-
2. breittreten (verbreiten):
- etw breittreten
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.