Un·ge·schick <-[e]s> [ˈʊngɛʃɪk] ΟΥΣ ουδ kein πλ τυπικ
Ungeschick → Ungeschicklichkeit
Un·ge·schick·lich·keit <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Ungeschicklichkeit kein πλ (ungeschickte Art):
2. Ungeschicklichkeit (ungeschicktes Verhalten):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.