στο λεξικό PONS
Sub·un·ter·neh·mer(in) [ˈzʊpʔʊntɐne:mɐ] ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΕΜΠΌΡ
- Subunternehmer(in)
-
- einen Subunternehmer verpflichten
-
-
- Subunternehmer(in) αρσ (θηλ)
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Subunternehmer ΟΥΣ αρσ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- Subunternehmer
-
-
- Subunternehmer αρσ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Subunternehmer(in)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- einen Subunternehmer verpflichten