στο λεξικό PONS
Stamm·ak·ti·o·när(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
- Stammaktionär(in)
-
-
- Stammaktionär(in) αρσ (θηλ)
-
- Stammaktionär(in) αρσ (θηλ)
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Stammaktionär ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Stammaktionär
-
- Stammaktionär
-
-
- Stammaktionär αρσ
-
- Stammaktionär αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.