στο λεξικό PONS
Rechts·schutz <-es, ohne pl> ΟΥΣ αρσ kein πλ ΝΟΜ
- Rechtsschutz
-
- Rechtsschutz
-
- gewerblicher Rechtsschutz
-
- umfassender Rechtsschutz
-
- vorläufiger Rechtsschutz
-
-
- Rechtsschutz αρσ <-es> kein pl
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
-
- Rechtsschutz αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.