στο λεξικό PONS
Quo·ti·ent <-en, -en> [kvoˈtsi̯ɛnt] ΟΥΣ αρσ ΜΑΘ
- Quotient
- quotient
re·spi·ra·to·ri·scher Quo·ti·ent [respiraˈto:rɪʃɐ, rɛ-] ΙΑΤΡ
- respiratorischer Quotient
- respiratory quotient
- quotient
- Quotient αρσ <-en, -en>
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.