στο λεξικό PONS
Quo·ten·kon·so·li·die·rung <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ
- Quotenkonsolidierung
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Quotenkonsolidierung ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
- Quotenkonsolidierung (anteilsmäßige Konsolidierung bei der Konzernrechnungslegung)
-
-
- Quotenkonsolidierung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.