στο λεξικό PONS
Mit·tel·wert <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
- der arithmetische Mittelwert
-
-
- gleitender Mittelwert [o. Durchschnitt]
- midpoint ΜΑΘ
- Mittelwert αρσ <-(e)s, -e>
-
- Mittelwert αρσ <-(e)s, -e>
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Mittelwert ΠΡΟΤΥΠΟΠ, ΑΞΙΟΛΌΓ
- gleitender Mittelwert
-
- gleitender Mittelwert
-
- gleitender Mittelwert
-
- gleitender Mittelwert
-
-
- gleitender Mittelwert
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- der arithmetische Mittelwert