στο λεξικό PONS
Kom·pe·tenz·ver·tei·lung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
- Kompetenzverteilung
-
- horizontale/vertikale Kompetenzverteilung
-
- allocation of powers ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ
- Kompetenzverteilung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Kompetenzverteilung ΟΥΣ θηλ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- Kompetenzverteilung
-
-
- Kompetenzverteilung θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- horizontale/vertikale Kompetenzverteilung