στο λεξικό PONS
Kas·ko·ver·si·che·rung ΟΥΣ θηλ ΑΥΤΟΚ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- Kaskoversicherung
-
-
- Kaskoversicherung θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Kaskoversicherung ΟΥΣ θηλ ΑΣΦΆΛ
- Kaskoversicherung
-
-
- Kaskoversicherung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.