Köst·lich·keit <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Köstlichkeit kein πλ τυπικ (herrliche Art):
- Köstlichkeit
-
2. Köstlichkeit (Delikatesse):
- Köstlichkeit
-
-
- Köstlichkeit θηλ <-, -en>
- ambrosia μτφ
- Köstlichkeit θηλ <-, -en>
- lusciousness of food
- Köstlichkeit θηλ <-, -en>
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.