Ge·müts·kran·ke(r) <-n, -n; -n, -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ)
- Gemütskranke(r)
-
ge·müts·krank ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.