Exis·ten·ti·a·list(in) <-en, -en> [ɛksɪstɛntsi̯aˈlɪst] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Existentialist → Existenzialist
Exis·ten·zi·a·list(in) <-en, -en> [ɛksɪstɛntsi̯aˈlɪst] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Existenzialist(in)
- existentialist
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.