στο λεξικό PONS
End·ver·brau·cher(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Endverbraucher(in)
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Endverbraucher(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.