den·tal [dɛnˈta:l] ΕΠΊΘ
1. dental ΓΛΩΣΣ:
- dental
- dental ειδικ ορολ
- dental (im Englischen a.)
- alveolar ειδικ ορολ
2. dental ΙΑΤΡ:
- dental
- dental
Den·tal <-s, -e> [dɛnˈta:l] ΟΥΣ αρσ ΓΛΩΣΣ
- Dental
- dental [consonant] ειδικ ορολ
- Dental (im Englischen a.)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.