στο λεξικό PONS
 
  
 De·bi·tor (De·bi·to·rin) <-s, Debitoren> [ˈde:bito:ɐ̯, -ˈto:rɪn, πλ -ˈto:rən] ΟΥΣ αρσ (θηλ) meist πλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
-  Debitor (De·bi·to·rin)
-  
 
  
 -  
-  Debitor(in) αρσ (θηλ) <-s, -to̱·ren> ειδικ ορολ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 Debitor ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-  Debitor (Kreditnehmer, Schuldner)
-  
 
  
 -  
-  Debitor αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
