στο λεξικό PONS
Day·trade <-[s]> [ˈdɛɪ̯trɛɪ̯d] ΟΥΣ αρσ kein πλ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
- Daytrade
- daytrade
- daytrade
- Daytrade αρσ <-(s)>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Daytrade ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Daytrade (Tageshandel)
- daytrade
- daytrade
- Daytrade αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.