στο λεξικό PONS
An·nah·me·er·klä·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
- Annahmeerklärung
-
- modifizierte Annahmeerklärung
-
-
- Annahmeerklärung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Annahmeerklärung ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- Annahmeerklärung
-
-
- Annahmeerklärung θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- modifizierte Annahmeerklärung