στο λεξικό PONS
am·nes·tie·ren* [amnɛsˈti:rən] ΡΉΜΑ μεταβ
- jdn amnestieren
-
- jdn amnestieren
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Ammann
- Amme
- Ammenmärchen
- Ammer
- Ammoniak
- Amnestierte Amnestierter
- Amnesty International
- Amnion
- Amniozentese
- Amöbe
- Amöbenruhr