στο λεξικό PONS
Al·ters·teil·zeit·ver·trag ΟΥΣ αρσ
- Altersteilzeitvertrag
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Altersteilzeitvertrag ΟΥΣ αρσ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- Altersteilzeitvertrag
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.