στο λεξικό PONS
aids·in·fi·ziert ΕΠΊΘ
aids·in·fi·ziert ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- Ährenachse
- Ährenfeld
- Ährenfisch
- AIDA
- Aids
- Aidsinfizierte Aidsinfizierter
- aidskrank
- Aidskranke Aidskranker
- Aidstest
- Aidsübertragung
- Aidsvirus