Üp·pig·keit <-> ΟΥΣ θηλ kein πλ τυπικ
- Üppigkeit
-
- Üppigkeit
-
- lushness of growth
- Üppigkeit θηλ <->
-
- Üppigkeit θηλ <->
-
- Üppigkeit θηλ <->
-
- Üppigkeit θηλ <->
-
- Üppigkeit θηλ <->
-
- Üppigkeit θηλ <->
- sumptuousness of a meal, dinner
- Üppigkeit θηλ <->
- lusciousness of a vegetation
- Üppigkeit θηλ <->
- luxuriance of vegetation
- Üppigkeit θηλ <->
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.