vocal(e) <-aux> [vɔkal, o] ΕΠΊΘ
2. vocal (du chant):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- musique vocale
- Vokalmusik θηλ
- technique vocale
- Stimmtechnik θηλ
- entrée vocale
- sortie vocale
- télématique vocale
- Audiotext αρσ
- synthèse vocale
- messagerie vocale
- pièce vocale/instrumentale
- reconnaissance vocale [ou de la langue]