- virginité
- Unschuld θηλ
- virginité
- Jungfräulichkeit θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Αναζήτηση στο λεξικό
- vire
- virée
- virement
- virer
- vireux
- virginité
- virgule
- viride
- viril
- virilement
- virilisant