veuve
veuve → veuf
I. veuf (veuve) [vœf, vœv] ΕΠΊΘ
veuve θηλ (ligne)
- veuve
- Hurenkind ουδ
I. veuf (veuve) [vœf, vœv] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.