I. vagabond(e) [vagabɔ͂, ɔ͂d] ΕΠΊΘ λογοτεχνικό
1. vagabond (errant):
-
- Vagabundenleben ουδ
- peuple vagabond
- Wandervolk ουδ
2. vagabond (sans règles):
- vagabond(e) âme, humeur
-
- vagabond(e) pensées, imagination
-
II. vagabond(e) [vagabɔ͂, ɔ͂d] ΟΥΣ αρσ(θηλ) λογοτεχνικό (sans domicile fixe)
- vagabond(e)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- peuple vagabond
- Wandervolk ουδ
- Nomadenleben ουδ