I. vérolé(e) [veʀɔle] ΕΠΊΘ
1. vérolé οικ (syphilitique):
- vérolé(e)
-
2. vérolé Η/Υ:
- vérolé(e)
-
II. vérolé(e) [veʀɔle] ΟΥΣ αρσ(θηλ) οικ
- vérolé(e)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.