urgent(e) [yʀʒɑ͂, ʒɑ͂t] ΕΠΊΘ
- urgent(e) besoin, cas, décision
-
- urgent(e) affaire
-
- urgent(e) commande
-
- urgent(e) commande
-
- urgent(e) tâche
-
- urgent!
- eilt!
| ça | urge |
|---|
| ça | urgeait |
|---|
| ça | urgea |
|---|
| ça | urgera |
|---|
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.