unitaire [ynitɛʀ] ΕΠΊΘ
1. unitaire ΠΟΛΙΤ:
- unitaire revendications
-
- unitaire mouvement, parti
-
2. unitaire ΕΜΠΌΡ:
- unitaire production
-
- prix unitaire
- Einheitspreis αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.