troublant(e) [tʀublɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
1. troublant (déconcertant):
2. troublant (inquiétant):
3. troublant (étrange):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.