trivial(e) <-aux> [tʀivjal, jo] ΕΠΊΘ
1. trivial:
2. trivial (ordinaire):
- trivial(e)
-
- trivial(e) détail
- trivial
- trivial(e) détail
-
- trivial(e) détail
-
- trivial(e) objet
-
- trivial(e) objet
-
3. trivial ΜΑΘ:
- trivial(e) (évident)
- trivial
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.