I. tricolore [tʀikɔlɔʀ] ΕΠΊΘ
1. tricolore:
- tricolore
-
2. tricolore (français):
- tricolore succès
-
- l'équipe tricolore
-
3. tricolore (de trois couleurs):
- tricolore
-
II. tricolore [tʀikɔlɔʀ] ΟΥΣ αρσ πλ ΑΘΛ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.