I. toxique [tɔksik] ΕΠΊΘ
- toxique
-
- toxique
- toxisch ειδικ ορολ
- toxique ambiance, climat
-
- extrêmement toxique
-
- pouvoir toxique
- Giftigkeit θηλ
II. toxique [tɔksik] ΟΥΣ αρσ
- toxique
- Toxikum ουδ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.