I. syndicaliste [sɛ͂dikalist] ΕΠΊΘ
II. syndicaliste [sɛ͂dikalist] ΟΥΣ αρσ θηλ
syndicalisme [sɛ͂dikalism] ΟΥΣ αρσ
1. syndicalisme:
2. syndicalisme ΙΣΤΟΡΊΑ:
syndical(e) <-aux> [sɛ͂dikal, o] ΕΠΊΘ
syndicalisation [sɛ͂dikalizasjɔ͂] ΟΥΣ θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.