rafraichissant(e)NO [ʀafʀeʃisɑ͂, ɑ͂t], rafraîchissant(e)OT ΕΠΊΘ
1. rafraichissant(e) (apportant la fraicheur):
2. rafraichissant(e) (tonifiant):
3. rafraichissant(e) μτφ:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.