I. débutant(e) [debytɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
écoutant(e) [ekutɑ͂, ɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- écoutant(e)
-
abattant [abatɑ͂] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.